- φροντισιά
- η, Νφροντίδα, επιμέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόντιση, κατά τα θηλ. σε -*ά (πρβλ. περπατησ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φροντισιά — η βλ. φρόντιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρόντιση — φρόντιση, η και φροντισιά, η φροντίδα, μέριμνα, έγνοια, πονοκεφάλιασμα: Τη φρόντιση της δουλειάς την άφησε στον αδερφό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)